παπούτσι

παπούτσι
το / παπούτζιν και παπούκιν, ΝΜ
προστατευτικό περικάλυμμα τών ποδιών κατασκευασμένο από δέρμα, συνθετική ύλη ή ύφασμα, το οποίο στο σημείο που έρχεται σε επαφή με το έδαφος είναι ενισχυμένο με σόλες, υπόδημα
(νεοελλ·)
1. φρ. α) «τόν έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια» — δεν τού δίνω καμία σημασία, δεν τόν υπολογίζω, τόν περιφρονώ
β) «τού 'δωσα τα παπούτσια στο χέρι» — τόν εγκατέλειψα ή τόν έδιωξα
γ) «τού 'βαλε τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι» — τόν στρίμωξε, τόν περιόρισε και τόν κάνει ό,τι θέλει
δ) «έβγαλε γλώσσα παπούτσι» — αυθαδίασε
2. παροιμ. «παπούτσι από τον τόπο σου κι ας ειν' και μπαλωμένο» — είναι προτιμότερος ο γάμος με άτομο από τον τόπο σου, ας είναι και φτωχό, παρά με άτομο πλούσιο από ξένο τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. papuc, αραβικής προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παπούτσι — το ιού (λ. τουρκ.), υπόδημα. Φρ., «Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είν και μπαλωμένο», ο γάμος με συμπατριώτη είναι προτιμότερος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα …   Dictionary of Greek

  • παπουτσώνω — [παπούτσι] 1. εφοδιάζω κάποιον με υποδήματα, βάζω ή αγοράζω σε κάποιον παπούτσια, ποδένω 2. μέσ. παπουτσώνομαι α) αποκτώ παπούτσια β) φορώ τα παπούτσια μου («παπουτσωμένος γάτος») …   Dictionary of Greek

  • εμβάς — η (Α ἐμβάς) νεοελλ. 1. ελαφρό υπόδημα από ύφασμα ή δέρμα για να φοριέται μέσα στο σπίτι, παντόφλα 2. παπούτσι από πίλημα ή ύφασμα που φορούν σε τόπους με εύφλεκτες ύλες αρχ. 1. χαμηλό παπούτσι από πίλημα που έδενε με λουριά, είδος παντόφλας 2.… …   Dictionary of Greek

  • σκι — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουμε τόσο το άθλημα, όσο και τα ειδικά χιονοπέδιλα με τα οποία γίνεται. Τα πέδιλα αυτά είναι δύο μακριά πατίνια γυρισμένα προς τα πάνω στην άκρη, που αρχικά τα κατασκεύαζαν από ξύλο και τώρα, με τη συνδιασμένη… …   Dictionary of Greek

  • υπόδημα — Εξωτερικό περικάλυμμα των ποδιών, από δέρμα, ελαστικό ή πανί, γνωστό και με την κοινή ονομασία παπούτσι. Η χρήση του υ. είναι πανάρχαια. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητας φορούσαν υ. κατασκευασμένα από ξύλο, δέρμα ή ύφασμα. Στην αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • Τζιούστι, Ιωσήφ — (Giusti, 1809 – 1850). Διάσημος Ιταλός σατιρικός ποιητής. Γόνος παλαιάς και πλούσιας οικογένειας, σπούδασε νομικά στην Πίζα και το 1834 άρχισε να ασκεί τη δικηγορία. Αλλά μετά από λίγο καιρό, εξαιτίας της φιλάσθενης ιδιοσυγκρασίας του και του… …   Dictionary of Greek

  • Shoeing — This article is about the use of shoes to insult. For information about the use of shoes for entertainment, see Shoe tossing. President George W. Bush ducking a thrown shoe, while Prime Minister Nouri al Maliki attempts to catch it. This is for… …   Wikipedia

  • ακορδέλιαστος — η, ο [κορδελιάζω] 1. (ένδυμα) που δεν έχει γαρνιριστεί με κορδέλα 2. (παπούτσι) που δεν έχει ραφές 3. (καρπός) που δεν έχει περαστεί σε κορδέλα «ακορδέλιαστα σύκα» 4. εκείνος που δεν έχει μετρηθεί με κορδέλα (δρόμος, έκταση γης, κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”